- δήμευσις
δήμευσις, ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήμευσις, ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήμευσις — confiscation of property fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημεύσει — δήμευσις confiscation of property fem nom/voc/acc dual (attic epic) δημεύσεϊ , δήμευσις confiscation of property fem dat sg (epic) δήμευσις confiscation of property fem dat sg (attic ionic) δημεύω seize as public property aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημεύσεις — δήμευσις confiscation of property fem nom/voc pl (attic epic) δήμευσις confiscation of property fem nom/acc pl (attic) δημεύω seize as public property aor subj act 2nd sg (epic) δημεύω seize as public property fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημεύσεσι — δήμευσις confiscation of property fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημεύσεσιν — δήμευσις confiscation of property fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμευσιν — δήμευσις confiscation of property fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Конфискация — (лат.) наказание, заключающееся в отобрании имущества преступника в пользу казны. Различают К. общую или полную отобрание всего имущества и К. специальную отобрание отдельных предметов. Полная К. весьма часто применялась в прежнее время. Корни ее … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
δημεύσεων — δημεύσεω̆ν , δήμευσις confiscation of property fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημεύσεως — δημεύσεω̆ς , δήμευσις confiscation of property fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)