δήμ-αρχος

δήμ-αρχος

δήμ-αρχος, , Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλήραρχος — κλήραρχος, ὁ (Μ) ο προϊστάμενος κλήρου, δηλ. διοικητικής περιφέρειας, διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κλίναρχος — κλίναρχος, ὁ (Α) πάπ. ο επικεφαλής τών μελών τής Ισιακής αδελφότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κολοιάρχης — και κολοίαρχος, ὁ (Α) ο αρχηγός τών κολοιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοιός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης. Ο τ. κολοίαρχος < κολοιός + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κράταρχος — κράταρχος, ὁ (Μ) κρατάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + αρχος (< ἀρχός), πρβλ. δήμ αρχος, ίππ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… …   Dictionary of Greek

  • κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… …   Dictionary of Greek

  • ορνίθαρχος — ὀρνίθαρχος, ὁ (Α) ο βασιλιάς τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • πείθαρχος — ον, Α (ποιητ. τ.) πειθαρχικός, ευπειθής, («πειθάρχῳ φρενί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + αρχος (< ἀρχή), πρβλ. δήμ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κληρουχαρχώ — κληρουχαρχῶ, έω (Α) (είμαι επικεφαλής μιας ομάδας κληρούχων, διοικώ μια κληρουχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληροῦχος + αρχῶ (< αρχος < ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δημ αρχώ, ιππ αρχώ] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοπολέμαρχος — και κλεφτοπολεμάρχος, ο (επί τουρκοκρατίας) αρχηγός τών κλεφτών («νά ναι πρωτοπαλίκαρο και κλεφτοπολέμαρχος», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + πολέμ αρχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”