δήκτης

δήκτης

δήκτης, , beißend, verletzend; στόμα Ep. ad. 273 (Plan. 266); λόγος Plut. ad. et am. discr. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δήκτης — ο (AM δήκτης) [δάκνω] αυτός που δαγκώνει, ο δηκτικός …   Dictionary of Greek

  • δῆκται — δήκτης biter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήκτην — δήκτης biter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήκτῃ — δήκτης biter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… …   Dictionary of Greek

  • δηκτήριος — δηκτήριος, ον (Α) [δήκτης] αυτός που δαγκώνει, που προξενεί οδύνη ή πόνο («μηδὲ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… …   Dictionary of Greek

  • κεντροδήκτης — κεντροδήκτης, ὁ (Μ) αυτός που κατά το δάγκωμα αφήνει το κεντρί στο δαγκωμένο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «κεντρί» + δήκτης (< δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυνοδηκτικός — κυνοδηκτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος να θεραπεύσει δάγκωμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτικός (< δήκτης < δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • τριχοδήκτης — ο, Ν ζωολ. γένος μαλλοφάγων εντόμων, γνωστών ως ψείρες τών θηλαστικών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριχοδηκτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichodectes < θρίξ, τριχός + δήκτης (< δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοδήκτης — ο, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllodectes < φύλλο(ν) + δήκτης (< δάκνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”