- δήξ
δήξ, δηκός, ὁ (δάκνω), der Holzwurm, Tzetz. zu Hes. O. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήξ, δηκός, ὁ (δάκνω), der Holzwurm, Tzetz. zu Hes. O. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηξ — δήξ (δηκός), ο (Α) σκουλήκι που καταστρέφει τα ξύλα, σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηκ τού μέλλ. δήξομαι τού ρ. δάκνω* κατά το σφήξ κ.ά.] … Dictionary of Greek
δήξ — worm in wood fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VERMIS — ex Graec. ἕλμινς, i. e. lumbricus, quod ὐπὸ τοῦ ἕιλεςθαι, quia varie torquetur et convolvitur, in genere οκώληξ Graecis dicitur, ὑπο τοῦ οκέλλειν, unde οκέλετον, quale tandem fit cadaver, quod vermes depascuntur. Hebr. rimma, quod a ramma, i. e.… … Hofmann J. Lexicon universale