- μνήστευμα
μνήστευμα, τό, das was man frei't, die Gefrei'te, die Braut oder Frau, Eur. Phoen. 583; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός, Mel. 1530, Werbung, Heirath. Sonst nur in spätester Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστευμα, τό, das was man frei't, die Gefrei'te, die Braut oder Frau, Eur. Phoen. 583; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός, Mel. 1530, Werbung, Heirath. Sonst nur in spätester Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστευμα — μνήστευμα, τὸ (ΑΜ, Μ και μνήστευμα) [μνηστεύω] μνηστεία, αρραβώνιασμα («ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός», Ευρ.) … Dictionary of Greek
μνηστευμάτων — μνήστευμα courtship neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεύματα — μνήστευμα courtship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆՇԱՆ — (ի, աւ կամ իւ, աց, օք.) NBH 2 0433 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. σημεῖον signum σύσσημον, σημείωσις commune signum, significatio, nota τύπος figura σημασία apostema եւ այլն. վր. նի՛շի. պ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)