- δήποκα
δήποκα, dor. = δήποτε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήποκα, dor. = δήποτε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… … Dictionary of Greek