- μνᾱϊαῖος
μνᾱϊαῖος, = μνααῖος, richtiger als μναιαῖος, vgl. Lob. Phryn. 551; Arist. coel. 4, 4; ὀψώνιον, Sold von einer Mine, Pol. 13, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνᾱϊαῖος, = μνααῖος, richtiger als μναιαῖος, vgl. Lob. Phryn. 551; Arist. coel. 4, 4; ὀψώνιον, Sold von einer Mine, Pol. 13, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μναιαίου — μναιαῖος of the weight of a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μναιαίους — μναιαῖος of the weight of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)