δᾱρός

δᾱρός

δᾱρός, dor = δηρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαρός — δᾱρός , δαήρ Aus Lydien masc gen sg δᾱρός , δηρός long masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”