- μίξ-οδος
μίξ-οδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίξ-οδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek