- νίμμα
νίμμα, τό, Waschwasser, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίμμα, τό, Waschwasser, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίμμα — νίμμα, τὸ (Α, Μ και νίμμαν) νερό για νίψιμο, για πλύσιμο, ιδίως τών χεριών αρχ. 1. (ως ψόγος) ξέπλυμα, απόπλυμα 2. φρ. «νίμμα προσώπου» α) πλύσιμο τού προσώπου, νίψιμο β) καλλυντικό για το πρόσωπο, μυραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μα (πρβλ … Dictionary of Greek
νίμμα — water for washing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίμμασι — νίμμα water for washing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίμματα — νίμμα water for washing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμμα — ατος, τὸ, Α 1. κάθε είδος μαγειρεμένης τροφής 2. συν. στον πληθ. τά πέμματα γλυκίσματα τών αρχαίων που έμοιαζαν με πίτες, πλακούντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, βράζω, χωνεύω» + κατάλ. μα (πρβλ. νίμμα)] … Dictionary of Greek