- νίκημι
νίκημι, poet. = νικάω; Theocr. 7, 40; Antip. Th. 63 (VII, 743), νίκη, imperf., Pind. N. 5, 5; Theocr. 6, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίκημι, poet. = νικάω; Theocr. 7, 40; Antip. Th. 63 (VII, 743), νίκη, imperf., Pind. N. 5, 5; Theocr. 6, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίκημι — (Α) βλ. νικώ … Dictionary of Greek
νίκημι — νί̱κημι , νικάω conquer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek