νίγλαρος

νίγλαρος

νίγλαρος, , eine kleine Flöte, Pfeife, mit welcher der Tact für die Ruderer angegeben wurde; αὐλῶν, κελευστῶν, νιγλάρων vrbdt Ar. Ach. 528.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νίγλαρος — whistle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”