νίκαστρον — και, κατά τον Ησύχ., νίκεστρον ή νίκατρον, τὸ (Α) έπαθλο για τη νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. νίκαστρον / νίκεστρον έχουν διορθωθεί σε νίκατρον < νικῶ + επίθημα τρον (πρβλ. νίπ τρον)] … Dictionary of Greek
νίκεστρον — νίκεστρον, το (Α) βλ. νίκαστρον … Dictionary of Greek