- μίκυθος
μίκυθος, dim. von μικύς, sehr klein, Sp. S. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίκυθος, dim. von μικύς, sehr klein, Sp. S. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μίκυθος — Μίκυθος, ύθη, ον (Α) (υποκ. τού μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικ(κ)ός/μικ ρός + επίθημα υθος] … Dictionary of Greek
Μίκυθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίκυθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίκυθον — μίκυθος masc acc sg μίκυθος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικύθου — Μίκυθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικύθου — μίκυθος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικύθῳ — Μίκυθος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικύθῳ — μίκυθος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίκυθον — Μίκυθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικύθινον — ή μικύθιον, το (Α) [μίκυθος] (υποκορ. τού μίκυθος) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μικρὸν καὶ νήπιον» … Dictionary of Greek