- μίαχος
μίαχος, τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίαχος, τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίαχος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μίασμα, ἀσέβημα» 2. «τὸ δυσῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια τού μιαίνω, πιθ. με επίθημα χος (πρβλ. βόστρυ χος)] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μιαχρός — μιαχρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < μίαχος + κατάλ. ρός (πρβλ. μια ρός)] … Dictionary of Greek