μίσθωμα

μίσθωμα

μίσθωμα, τό, das Verdungene, der ausbedungene Lohn, um den man Etwas auszuführen übernommen hat; Her. 2, 180; Dem. 19, 125; Miethszins, Pacht, Isocr. 7, 30 u. Sp., wie Luc. Tim. 22; μίσϑωμα λαμβάνειν, Ath. XII, 526 b; μίσϑωμα πράττεται πόσον τῆς νυκτός, com. bei Ath. XIII, 581 a, u. so öfter von den Hetären.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μίσθωμα — price agreed on in hiring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωμα — το, ατος χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος στον ιδιοκτήτη του, το ενοίκιο, το νοίκι: Δεν πλήρωνε τα μισθώματα και του έκαναν έξωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίσθωμ' — μίσθωμα , μίσθωμα price agreed on in hiring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωμάτων — μίσθωμα price agreed on in hiring neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώμασι — μίσθωμα price agreed on in hiring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώμασιν — μίσθωμα price agreed on in hiring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώματα — μίσθωμα price agreed on in hiring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώματι — μίσθωμα price agreed on in hiring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώματος — μίσθωμα price agreed on in hiring neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”