- παρ-εξ-έτασις
παρ-εξ-έτασις, ἡ, vergleichendes, prüfendes Nebeneinanderstellen, Vergleichung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εξ-έτασις, ἡ, vergleichendes, prüfendes Nebeneinanderstellen, Vergleichung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… … Dictionary of Greek