- μίσητρον
μίσητρον, τό, = μίσηϑρον, Paul. Sil. 74, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσητρον, τό, = μίσηϑρον, Paul. Sil. 74, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσητρον — μίσητρον, τὸ (Α) βλ. μίσηθρον … Dictionary of Greek
μίσητρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισήτρων — μίσητρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσητρα — μίσητρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσηθρον — και μίσητρον, τὸ (Α) μαγικό μέσο το οποίο εγείρει μίσος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κατάλ. θρον/τρον (πρβλ. στέργ ηθρον)] … Dictionary of Greek