- μίσκος
μίσκος, ὁ, = μίσχος, Stiel, Poll. 6, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσκος, ὁ, = μίσχος, Stiel, Poll. 6, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσκος — μίσκος, ὁ (Α) βλ. μίσχος … Dictionary of Greek
μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… … Dictionary of Greek