- αίσχρο-λογία
αίσχρο-λογία, ἡ, schmutzige Reden, Xen. Lac. 5, 6; κατά τινος, Schmähreden gegen einen, Pol. 8, 13, 8; neben λοιδορία 31, 19, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίσχρο-λογία, ἡ, schmutzige Reden, Xen. Lac. 5, 6; κατά τινος, Schmähreden gegen einen, Pol. 8, 13, 8; neben λοιδορία 31, 19, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτραπελολογία — εὐτραπελολογία, ἡ (ΑΜ) αστεϊσμός, σκώμμα, ευτραπελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευτράπελος + λογια (< λογος < λέγω), πρβλ. αισχρο λογία, φιλο λογία] … Dictionary of Greek