αίσυμνήτης

αίσυμνήτης

αίσυμνήτης, , Hem. einmal, Od. 8, 258 αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα, δἠμιοι, vom Volk gewählte Kampfrichter; – = Herrscher Dion. H. 5, 73, αἱρετοὶ τύραννσι; Arist. Pol. 3, 9, 10; Aufseher Theocr. 25, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αἰσυμνήτης — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτης — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… …   Dictionary of Greek

  • αἰσυμνῆτα — αἰσυμνήτης judge masc voc sg αἰσυμνήτης judge masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АЙСИМНЕТ —    • Αίσυμνήτης,        1. см. Eurypylus, Еврипил;        2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αἰσυμνήτην — Αἰσυμνήτης judge masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσυμνήτου — Αἰσυμνήτης judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτου — αἰσυμνήτης judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσυμνήτῃ — Αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτῃ — αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”