νίπτρον

νίπτρον

νίπτρον, τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν ὕδωρ χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νίπτρον — νίπτρον, τὸ (Α) 1. νερό για νίψιμο, για πλύσιμο 2. στον πληθ. νίπτρα το μέρος τής Οδύσσειας κατά το οποίο η τροφός, καθώς νίβει τα πόδια τού Οδυσσέα, τόν αναγνωρίζει 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Νίπτρα τίτλος τραγωδίας τού Σοφοκλέους με ήρωα τον… …   Dictionary of Greek

  • νίπτρον — water for washing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίπτρα — νίπτρον water for washing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίπτροις — νίπτρον water for washing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίπτρων — νίπτρον water for washing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… …   Dictionary of Greek

  • μετάνιπτρον — μετάνιπτρον, τὸ (Α) η μετανιπτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδό νιπτρον] …   Dictionary of Greek

  • ποδάνιπτρον — τὸ, Α νερό για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου *ποδαπό νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον… …   Dictionary of Greek

  • χειρόνιπτρον — και χερόνιπτρον, τὸ, Α 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών 2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο τών χεριών 3. το πλύσιμο τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + νίπτρον (< νίπτω), πρβλ. ποδά νιπτρον] …   Dictionary of Greek

  • ночва — мелкое корыто для муки, зерна, кормушка , укр. ночви мн. корыто, лохань , русск. цслав. нъщвы μάκτρα, болг. нъщви мн. квашня , сербохорв. на̏ħве, род. п. мн. наħава̑, словен. nǝčvè, nа̑čvе, nȃčke квашня , чеш. nесkу ночва , диал. necvičky… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”