μέλησις

μέλησις

μέλησις, , Sorge, Fürsorge, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλησις — μέλησις, ή (ΑM) [μέλω] φροντίδα, επιμέλεια …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • μελησίμβροτος — μελησίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων 2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”