- παρ-εξ-οδεύω
παρ-εξ-οδεύω, abschweifen vom Wege, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εξ-οδεύω, abschweifen vom Wege, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρόδευτος — εὐπαρόδευτος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος, χωρίς να προσελκύσει την προσοχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οδεύω «διέρχομαι μπροστά από κάποιον»] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek