- βέθρον
βέθρον, = βέρεϑρον, Euphor. u. Crat. bei E. M. 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέθρον, = βέρεϑρον, Euphor. u. Crat. bei E. M. 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέθρον — gulf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάραθρο — το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον) 1. βαθύ χάσμα γης 2. όλεθρος, καταστροφή αρχ. 1. είδος γυναικείου κοσμήματος 2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< *gwer ∂ )… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek