βένθος

βένθος

βένθος (Nebenform von βάϑος, vgl. πάϑος πένϑος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένϑος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, ϑαλάσσης πάσης βένϑεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένϑεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένϑεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαϑείης βένϑεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαϑείης βένϑεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένϑεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βένθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • βένθος — το αντίθ. το πλαγκτόν όνομα του συνόλου των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στο βυθό των θαλασσών και των λιμνών: Το βένθος παραμένει σχεδόν άγνωστο, παρ όλες τις επιστημονικές προόδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βένθει — βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθη — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βένθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεα — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεος — βένθος depth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσι — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσιν — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσι — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσιν — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”