- νέμησις
νέμησις, ἡ, 1) das Weiden (?). – 2) das Vertheilen; χωρίου, Isae. 9, 17, v. l. νέμεσις, τῶν εἰλημμένων, Mel. 5, 31; Plut. Symp. 2, 10, 2, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέμησις, ἡ, 1) das Weiden (?). – 2) das Vertheilen; χωρίου, Isae. 9, 17, v. l. νέμεσις, τῶν εἰλημμένων, Mel. 5, 31; Plut. Symp. 2, 10, 2, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέμησις — distribution fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσει — νέμησις distribution fem nom/voc/acc dual (attic epic) νεμήσεϊ , νέμησις distribution fem dat sg (epic) νέμησις distribution fem dat sg (attic ionic) νέμω deal out fut ind mid 2nd sg νέμω deal out fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεις — νέμησις distribution fem nom/voc pl (attic epic) νέμησις distribution fem nom/acc pl (attic) νέμω deal out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεσι — νέμησις distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεσιν — νέμησις distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσιος — νέμησις distribution fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμησιν — νέμησις distribution fem acc sg νέμω deal out pres subj mp 2nd sg (epic) νέμω deal out pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμημα — νέμημα, τὸ (Α) αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη τού νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω] … Dictionary of Greek
νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek