μέδιμνος

μέδιμνος

μέδιμνος, (vgl. modius), ion. auch , Her. 1, 192, aber auch , 7, 187, das gewöhnliche attische Getreidemaaß, das 6 ἑκτεῖς od. 48 χοίνικες od. 192 κοτύλαι enthielt, ungefähr 2 röm. Amphoren, 2602 Pariser Kubikzoll, 15/16 des Berliner Scheffels, Hes. frg. 14; Pol. führt einen μ. Ἀττικός an, 6, 39, 13, u. einen Σικελικός, 2, 15, 1, welcher um ein Sechstel kleiner war. – So wie bei uns sagte man μεδίμνῳ ἀπομετρεῖν παρὰ πατρὸς ἀργύριον, das Geld mit Scheffeln messen, Paroem. App. 3, 83; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 27. – In Unteritalien hieß die Brunnenröhre, κρουνός, so, D. Sic. 12, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέδιμνος — a medimnus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”