- παρ-εμ-μίγνῡμι
παρ-εμ-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), dazu einmischen, Ael. H. A. 3, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), dazu einmischen, Ael. H. A. 3, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek