μέγιστος

μέγιστος

μέγιστος, superl. zu μέγας, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ …   Dictionary of Greek

  • μέγιστος — η, ο υπερθετικός βαθμός του επιθ. μεγάλος ο πάρα πολύ μεγάλος: Έχει μέγιστη ευθύνη για την πανωλεθρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέγιστος — μέγας big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… …   Dictionary of Greek

  • Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late …   Wikipedia

  • Pontifex maximus — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • Summus pontifex — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστεύω — (Α) [μέγιστος] είμαι ή γίνομαι μέγιστος …   Dictionary of Greek

  • μεγιστοπάτωρ — μεγιστοπάτωρ, ορος, ὁ (Α), (προσωνυμία τού Διός) ο μέγιστος πατέρας («μεγιστοπάτωρ Ζεύς», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πάτωρ (< πατήρ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”