- μέμφειρα
μέμφειρα, ἡ, = μέμψις, Teleclid. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέμφειρα, ἡ, = μέμψις, Teleclid. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέμφειρα — μέμφειρα, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ειρα κατά το πρέσβειρα] … Dictionary of Greek
μέμφειραν — μέμφειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek