- βέντιστος
βέντιστος, dor. = βέλτιστος, Theocr. 5, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέντιστος, dor. = βέλτιστος, Theocr. 5, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέντιστος — βέλτιστος best masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)