- νέβραξ
νέβραξ, ακος, ὁ, = νεβρός, nach Hesych. οἱ ἄῤῥενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέβραξ, ακος, ὁ, = νεβρός, nach Hesych. οἱ ἄῤῥενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέβραξ — νέβραξ, ακος, ὁ (Α) 1. νεβρός, μικρό ελάφι 2. (κατά τον Ησύχ.) «νέβρακες oἱ ἄρρενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
νέβρακες — νέβραξ cockerel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek