νέωρος

νέωρος

νέωρος, nach Phot. = νέος, Conj. Hermann's in Soph. O. C. 475.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νέωρος — νέωρος, ον (Α) νεώρης*, νέος, πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού νεώρης*, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • νεωρός — superintendent of a dockyard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέωρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέωρον — νέωρος masc/fem acc sg νέωρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωρώ — νεωρῶ, έω (ΑΜ) [νεωρός] είμαι νεωρός, φύλακας νεωρίου …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • νεωριοφύλαξ — νεωριοφύλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • νεώριο — το (Α νεώριον και δωρ. τ. ναώριον) [νεωρός] νεοελλ. χώρος ναυστάθμου για επισκευές πλοίων αρχ. χώρος σε λιμάνι στον οποίο ανελκύονταν τα πολεμικά πλοία για επισκευή, συντήρηση και φύλαξη μέσα σε ειδικά οικήματα, τους νεωσοίκους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”