νέφριον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφρία — νεφρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφρί — το (Α νεφρίον, Μ νεφρί) νεοελλ. μσν. ο νεφρός αρχ. 1. μικρός νεφρός 2. το φυτό ελαφόβοσκον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί ον, υποκορ. τού νεφρός] … Dictionary of Greek