μέτρημα

μέτρημα

μέτρημα, τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέτρημα — measured distance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρημα — το (Α μέτρημα) [μετρώ] η πράξη τού μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων τού ντοσιέ») νεοελλ. 1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα») 2. υπολογισμός, σχέδιο 3. λογαριασμός αρχ. 1. δόση, μερίδα 2. σιτηρέσιο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρημα — το 1. μέτρηση: Τα λεφτά ήθελαν μέτρημα. 2. αρίθμηση, απαρίθμηση: Δεν τα πάει καλά στο μέτρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρημ' — μέτρημα , μέτρημα measured distance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρήματι — μέτρημα measured distance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρημάτιον — μετρημάτιον, τὸ (Α) [μέτρημα] (για πληρωμές σε είδος) υποκορ. τού μέτρημα …   Dictionary of Greek

  • παραριθμώ — έω, Α 1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ 2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή 3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία 4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα 5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • απαρίθμηση — η (AM ἀπαρίθμησις, εως) το να απαριθμεί κάποιος, το μέτρημα ή καταμέτρηση …   Dictionary of Greek

  • απομετρώ — ( άω) (Α ἀπομετρῶ, έω) νεοελλ. τελειώνω το μέτρημα αρχ. 1. μετρώ ακριβώς 2. μετρώ και διανέμω …   Dictionary of Greek

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”