- μέσ-ωρος
μέσ-ωρος, im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσ-ωρος, im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσωρος — μέσωρος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος 2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek