- ξέστρον
ξέστρον, τό, Werkzeug zum Glätten u. zum Bearbeiten des Holzes u. des Steins.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξέστρον, τό, Werkzeug zum Glätten u. zum Bearbeiten des Holzes u. des Steins.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… … Dictionary of Greek