- μέρδω
μέρδω, = ἀμέρδω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρδω, = ἀμέρδω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρδω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μέρδει κωλύει, βλάπτει» 2. «μερθεῑσα στερηθεῑσα, ἀμερθεῑσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω*] … Dictionary of Greek