- νέρτατος
νέρτατος, = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέρτατος, = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέρτατος — νέρτατος, άτη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος». [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού νέρτερος*] … Dictionary of Greek
νερτάτου — νέρτατος lowest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέρτατα — νέρτατος lowest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέρτατοι — νέρτατος lowest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)