μάλθη

μάλθη

μάλθη, s. μάλϑα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάλθη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 155 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται Δ του Μελιγαλά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου. Κοντά στη σημερινή Μάλθη (σε υψόμετρο περίπου 280 μ.) υπάρχουν τα ερείπια προϊστορικού… …   Dictionary of Greek

  • μάλθη — μάλθα mixture of wax and pitch fem nom/voc sg (attic epic ionic) μάλθη mixture of wax and pitch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλθῃ — μάλθα mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) μάλθα mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) μάλθη mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάτω Μάλθη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 89 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου …   Dictionary of Greek

  • μάλθηι — μάλθῃ , μάλθα mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) μάλθῃ , μάλθα mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) μάλθῃ , μάλθη mixture of wax and pitch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η …   Dictionary of Greek

  • μάλθα — μάλθᾱ , μάλθα mixture of wax and pitch fem nom/voc/acc dual μάλθα mixture of wax and pitch fem nom/voc sg μάλθᾱ , μάλθα mixture of wax and pitch fem nom/voc/acc dual μάλθᾱ , μάλθα mixture of wax and pitch fem nom/voc sg (doric aeolic) μάλθᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БИБЛ —     I.    • Βίβλος,          лыко папируса, βύβλος, liber, употреблявшееся для писания. Каким образом оно приготовлялось, не вполне ясно. Вероятно трехгранный, имевший внутри мягкую сердцевину стебель растения был разрезаем и освобождаем от… …   Реальный словарь классических древностей

  • БИБЛ —     I.    • Βίβλος,          лыко папируса, βύβλος, liber, употреблявшееся для писания. Каким образом оно приготовлялось, не вполне ясно. Вероятно трехгранный, имевший внутри мягкую сердцевину стебель растения был разрезаем и освобождаем от… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”