- μάλβαξ
μάλβαξ, ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάλβαξ, ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάλβαξ — μάλβαξ, ακος, ὁ (Α) η μαλάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ επίδραση τού λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)] … Dictionary of Greek
μάλβακα — μάλβαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάχη — η (Α μαλάχη) το φυτό μολόχα αρχ. φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» το φυτό αλθαία β) «μαλάχη η κηπευτή» το φυτό λαβατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο τού λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ επίδραση τού μαλακός. Κατ άλλους … Dictionary of Greek