- παρ-εμ-μαίνομαι
παρ-εμ-μαίνομαι, = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-μαίνομαι, = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
αθλομανής — ές αυτός που αγαπά με πάθος τον αθλητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθλος + μανής < ἐμάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. μαίνομαι. ΠΑΡ. αθλομανία] … Dictionary of Greek
αιματομανής — ές αυτός που με παθολογική μανία θέλει να βλέπει να χύνεται αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + μανής < μαίνομαι. ΠΑΡ. αιματομανία] … Dictionary of Greek
αληθομανής — ές αυτός που επιθυμεί ή αναζητεί την αλήθεια με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + μανής < εμάνην, μαίνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθομανία] … Dictionary of Greek
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek
μαίνη — Βυζαντινό φρούριο στο Ταίναρο της Μάνης, που χτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στο ακρωτήριο Τηγάνι, κοντά στον όρμο Μέζαπος. Από το φρούριο αυτό πήρε την ονομασία της και η πρώτη χριστιανική επισκοπή του Ταινάρου, η λεγόμενη… … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek