- μάδον
μάδον τό, = μαδωνία, Plin. H. N. 25, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδον τό, = μαδωνία, Plin. H. N. 25, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδον — και διάφ. γρφ. μαδόν (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «λεῑον» β) «μάδον ἡ μαδωνία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα μαδῶ* και μάδος*] … Dictionary of Greek
μαδόν — μαδός masc acc sg μαδός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδον — μάδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθυμαδόν — πανθῡμαδόν , πανθυμαδόν most heartily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοθυμαδόν — ὁμοθῡμαδόν , ὁμοθυμαδόν with one accord indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)