μάδδα

μάδδα

μάδδα, , dor. = μάζα, Ar. Ach. 732.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάδδα — μάδδᾱ , μάδδα fem nom/voc/acc dual μάδδᾱ , μάδδα fem nom/voc sg (doric aeolic) μά̱δδᾱ , μᾶδδα fem nom/voc/acc dual μά̱δδᾱ , μᾶδδα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάδδα — μάδδα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μάζα …   Dictionary of Greek

  • μάδδαν — μάδδᾱν , μάδδα fem acc sg (doric aeolic) μά̱δδᾱν , μᾶδδα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • προμάδδας — Α (κατά τον Ησύχ.) «μάζας προμεμαγμένας». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάδδα, δωρ. τ. τού μάζα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”