- μάδισις
μάδισις, ἡ, = μάδησις, übh. das sich Auflösen, von Pflanzen, Theophr. v. l. μύδησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδισις, ἡ, = μάδησις, übh. das sich Auflösen, von Pflanzen, Theophr. v. l. μύδησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδηση — και μάδιση, η (AM μάδησις, Α και μάδισις) [μαδώ] το μάδημα, η πτώση ή αφαίρεση τών τριχών, η φαλάκρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδηση < μαδώ, ενώ ο τ. μάδιση < μαδίζω] … Dictionary of Greek
μάδιση — η (Α μάδισις) [μαδίζω] μάδηση, πτώση ή αφαίρεση τριχών, φτερών ή φύλλων αρχ. είδος νόσου τών ριζών τών δένδρων, αλλ. λοπάς … Dictionary of Greek
μαδίσεως — μαδίσεω̆ς , μάδισις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδίσῃ — μαδίσηι , μάδισις fem dat sg (epic) μαδίζω pluck aor subj mid 2nd sg μαδίζω pluck aor subj act 3rd sg μαδίζω pluck fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)