- μάνδρευμα
μάνδρευμα, τό, = μάνδρα, D. Hal. 1, 79. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάνδρευμα, τό, = μάνδρα, D. Hal. 1, 79. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάνδρευμα — μάνδρευμα, τὸ (AM) [μανδρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μανδρεύω 2. τόπος μαντρωμένος, μάντρα μσν. μτφ. μοναστήρι, μονή … Dictionary of Greek
μανδρευμάτων — μάνδρευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδρεύματα — μάνδρευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)