μάννα

μάννα

μάννα, , der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ μάννα, das Manna der Israeliten, LXX., N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάννα — μάννᾱ , μάννα powder fem nom/voc/acc dual μάννα powder fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • μάννᾳ — μάνναι , μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννα — το άκλ. (λ. εβρ.) 1. τροφή που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός στους Εβραίους κατά τη μακρόχρονη πορεία τους στην έρημο, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο. 2. μτφ., το καλό που είναι απροσδόκητο: Η κληρονομιά τού ήρθε μάννα γιατί είχε πολλά χρέη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μάννα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 296 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμουπόλεως του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μάννας — μάννᾱς , μάννα powder fem acc pl μάννᾱς , μάννα powder fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνναι — μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνναν — μάννα powder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννης — μάννα powder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννῃ — μάννα powder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”