- παρ-ιαμβίς
παρ-ιαμβίς, ίδος, ἡ, 1) eine Weise der Cithersänger, νόμος κιϑαριστικός; Epicharm. bei Ath. IV, 183 c; Poll. 4, 66. 83; Schol. Plat. Rep. III, 133. – 2) ein Saiteninstrument, Ath. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ιαμβίς, ίδος, ἡ, 1) eine Weise der Cithersänger, νόμος κιϑαριστικός; Epicharm. bei Ath. IV, 183 c; Poll. 4, 66. 83; Schol. Plat. Rep. III, 133. – 2) ein Saiteninstrument, Ath. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek