- βάκηλος
βάκηλος, ὁ, ein verschnittener Diener der Kybele, Gallus, Luc. Eun 8; Antiphan. bei Ath. IV, 134 b braucht es übh. für Weichling, nach VLL. ὁ μέγας μὲν, ἀνόητος δὲ καὶ γυναικώδης; cf. Phryn. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκηλος, ὁ, ein verschnittener Diener der Kybele, Gallus, Luc. Eun 8; Antiphan. bei Ath. IV, 134 b braucht es übh. für Weichling, nach VLL. ὁ μέγας μὲν, ἀνόητος δὲ καὶ γυναικώδης; cf. Phryn. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… … Dictionary of Greek
βάκηλος — eunuch in the service of Cybele masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακήλων — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακήλως — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκηλοι — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκηλον — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACELUS — vir quidam effeminatus, totusque luxuriae deditus. Unde Proverb. Bacelo similis. Hesych. Βάκηλος, ὁ μέγας καὶ ἀνόητος, ἠ ` ὁ ἀπόκοπος, ὁ ὑπ᾿ ἐνίων Γάλλος. Ο᾿ι δὲ ἀνδρόγυνος, ἄλλοι παρειμένος, γυναςκώδης παρὰ Μενάνδρῳ Υμνιδι. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
τριβάκηλος — ὁ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ναιθίου) ο τρεις φορές θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βάκηλος «θηλυπρεπής, ευνούχος»] … Dictionary of Greek